- τράγουλος
- (tragulus). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Αριθμεί μικρόσωμα ζώα χωρίς κέρατα, τα οποία έχουν ανεπτυγμένους κυνόδοντες στην επάνω γνάθο. Τα πόδια τους έχουν 4 δάκτυλα. Οι τ. ζουν σε περιοχές της Ινδομαλαισίας, κυρίως σε υγρά ορεινά δάση. Το κυριότερο είδος του γένους είναι ο τ. της Ιάβας, που ζει από το Τενασερίμ έως τη Βόρνεο.
* * *ο, Νζωολ. γένος οπληφόρων θηλαστικών τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας τραγουλίδες τής τάξης αρτιοδάκτυλα που περιλαμβάνει τέσσερα μικρόσωμα λεπτοκαμωμένα είδη τής νοτιοανατολικής Ασίας και ορισμένων τροπικών περιοχών τής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tragulus < τράγος + λατ. υποκορ. κατάλ. -ulus].
Dictionary of Greek. 2013.